-
1 σκέπη
σκέπη, ἡ, wie σκέπας, Decke, Bedeckung, bedeckter Ort, Schutz, Schirm; ἔστι μοι σκέπη τοῠ νότου, ich habe Schutz gegen den Notus, Hippocr.; ἐν σκέπῃ τοῠ πολέμου, in Schutz oder Sicherheit vor dem Kriege, Her. 7, 152. 215; ἐν σκέπῃ τοῠ φό-βου, 1, 143, u. öfter; σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, Plat. Tim. 76 d; Xen. Mem. 3, 10, 9; Sp., ἐν σκέπῃ τοῠ κινδύνου, τοῠ κρύους, Ael. H. A. 7, 6. 9, 57; – στείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, unter den Schutz der Römer, Pol. 1, 16, 10.
См. также в других словарях:
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek